πορτμαντό

πορτμαντό
το
(λ. γαλλ.), άκλ., έπιπλο για το κρέμασμα των επανωφοριών, παλτών, καμπαρντινών κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορτμαντό — το, Ν άκλ. έπιπλο, κατάλληλα διαμορφωμένο για την προσωρινή τοποθέτηση εξωτερικών ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte manteau < porter «φέρω» + man teau «πανωφόρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”